ἐννοήσω

ἐννοήσω
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 1st sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind act 1st sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 1st sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind act 1st sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταδιώκω — (ΑM) [διώκω] επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να εννοήσω κάτι («τὴν αὐτοῡ μεταδιῶκον φύσιν», Πλάτ.) αρχ. 1. τρέχω πίσω από κάποιον για να τόν προφθάσω, καταδιώκω κάποιον, («ἀναπηδήσας μετεδίωκε τὸν πατέρα», Ξεν.) 2. έρχομαι πίσω από κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • μυωπάζω — (ΑΜ μυωπάζω) μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία νεοελλ. μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”